- Δρόσης, Λεωνίδας
- (Αθήνα 1836 – Νάπολη, Ιταλία 1884). Γλύπτης. Υπήρξε o κυριότερος εκπρόσωπος της νεοκλασικής γλυπτικής στην Αθήνα. Ήταν γιος του Βαυαρού στρατιωτικού μουσικού φον Ντορς και Ελληνίδας από τη σπετσιώτικη οικογένεια Μέξη. Εξελλήνισε το πατρικό του επώνυμο και το μετέτρεψε από Ντορς σε Δ. Έλαβε την καλλιτεχνική του παιδεία αρχικά στο πολυτεχνείο της Αθήνας (1857-64), με δάσκαλο τον πρώτο καθηγητή της γλυπτικής στην ελεύθερη Ελλάδα, Κρίστιαν Ζίγκελ. Συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο με δάσκαλο τον Μαξ φον Βίντνμαν, οπαδό της ρωμαϊκής νεοκλασικής σχολής του Κανόβα. Στη διάρκεια της φοίτησής του διακρίθηκε στην Ακαδημία του Μονάχου και τιμήθηκε με βραβείο για το έργο του Δαβίδ και Γολιάθ. Μετά την αποφοίτησή του πραγματοποίησε εκπαιδευτικό ταξίδι στα κυριότερα καλλιτεχνικά κέντρα της Ευρώπης και το 1867 επέστρεψε στην Αθήνα για να αναλάβει τον γλυπτικό διάκοσμο της Ακαδημίας, τον οποίο είχε εμπνευστεί ο δωρητής της, βαρόνος Σίμων Σίνας.
Το επόμενο έτος διορίστηκε καθηγητής της γλυπτικής στο πολυτεχνείο της Αθήνας, όπου δίδαξε έως το 1882 έχοντας μαθητές αξιόλογους γλύπτες, όπως τον Γεώργιο Μπονάνο, τον Λάζαρο Σώχο, τον Γεώργιο Ιακωβίδη και τον σημαντικότερο από όλους, Γιαννούλη Χαλεπά. Τα κυριότερα έργα του Δ. βρίσκονται συγκεντρωμένα στον χώρο της Σιναίας Ακαδημίας: δύο αγάλματα υπερφυσικού μεγέθους του Απόλλωνα και της Αθηνάς, που είναι τοποθετημένα σε ψηλούς ιωνικούς κίονες και πλαισιώνουν τα προπύλαια του κτιρίου, ο ανδριάντας του Σίμωνα Σίνα στην αίθουσα τελετών, ο γλυπτικός διάκοσμος του κεντρικού αετώματος σε σχέδιο του Καρλ Ραλ με θέμα τη γέννηση της Αθηνάς και τα προπλάσματα των δύο καθήμενων μορφών, του Σωκράτη και του Πλάτωνα, που έχουν λαξευτεί σε μάρμαρο από τους μαθητές του και βρίσκονται στον κήπο του οικοδομήματος. Στα μνημειακά έργα του συγκαταλέγονται επίσης o ανδριάντας του Βαρβάκη στο Ζάππειο, τον οποίο ολοκλήρωσε μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη ο μαθητής του, Ξενάκης, και ο οποίος κοσμείται στη βάση του με τέσσερις συμβολικές γυναικείες μορφές: την Ελεύθερη Ελλάδα, τη Ναυτιλία, την Τέχνη και τη Βιοτεχνία· το επιτύμβιο μνημείο του Δημήτριου Υψηλάντη στο Πεδίο του Άρεως, το οποίο εγκαινίασε τον τύπο του κοιμώμενου νεκρού στη νεοελληνική γλυπτική· και ο ανδριάντας του Ιωάννη Καποδίστρια, που είναι στημένος στην Επάνω Πλατεία της Κέρκυρας. Δύο άλλα έργα του, Η Σαπφώ και Ο Αχιλλεύς, κόσμησαν τα γραφεία του φιλολογικού συλλόγου Παρνασσός στην Αθήνα. Αυτά, μαζί με μία σειρά προτομών και άλλων μικρότερων συνθέσεων, συνιστούν την προσφορά του καλλιτέχνη στη νεοελληνική γλυπτική και καλλιτεχνία.
Όπως οι περισσότεροι νεοκλασικοί καλλιτέχνες, ο Δ. δεν επιζητούσε να πρωτοτυπήσει στα θέματα και στις συνθέσεις, αλλά να αντλήσει γνώσεις και να εκμαιεύσει γλυπτικές λύσεις, έχοντας ως οδηγό τα παραδείγματα της αρχαίας τέχνης. Στην εποχή του ελάχιστα πρωτότυπα έργα της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής ήταν γνωστά, υπήρχαν όμως πολλά ρωμαϊκά αντίγραφα που χρησίμευσαν στους καλλιτέχνες ως πρότυπα για τις αναζητήσεις του. Σε δύο τέτοια αντίγραφα βασίστηκε o Δ. για να δημιουργήσει τα δύο αγάλματα της Ακαδημίας, τον Απόλλωνα και την Αθηνά, και κυρίως στον περίφημο Απόλλωνα του Μπελβεντέρε (Ρώμη, Βατικανό), ρωμαϊκό αντίγραφο από το πρωτότυπο έργο του Λεωχάρη, γλύπτη των μέσων του 4ου αι. π.Χ. Ο Απόλλων του Μπελβεντέρε, έργο διάσημο την εποχή εκείνη, το οποίο θεωρείται αυθεντικό ελληνικό γλυπτό, είχε εμπνεύσει πολλούς νεοκλασικούς θεωρητικούς και καλλιτέχνες. Η Αθηνά του επίσης είναι μία μίμηση, με ορισμένες παραλλαγές, της χρυσελεφάντινης Αθηνάς Παρθένου του Φειδία. Στα έργα του Δ. οι ρυθμικές αντιστοιχίες των όγκων, η στήριξη των σωμάτων στο ένα πόδι που προβάλλει εμπρός, ενώ το άλλο, αδρανές, λυγίζει προς τα πίσω και μόλις αγγίζει τη γη, οι αντιθετικές κινήσεις των μελών, αποτελούν μακρινό απόηχο των ευρημάτων της αργείας σχολής, και ιδιαίτερα του Πολύκλειτου, και παρέχουν μια ασφαλή και δοκιμασμένη συνθετική μνημειακή βάση. Αυτή η στέρεη δομή επέτρεψε στην εξαίρετη δεξιοτεχνία της σμίλης του να επεκταθεί σε λεπτομερειακή επεξεργασία της επιφάνειας και να αποδώσει στο σκληρό πεντελικό μάρμαρο την ποιότητα των υφασμάτων, την υφή του δέρματος, των μαλλιών, τις απαλές πτυχώσεις των ενδυμάτων, ακόμα και ορισμένα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, χωρίς να παραμερίζεται και να μειώνεται ο μνημειακός χαρακτήρας των έργων του. Στην υπόθεση της αναγέννησης της νεοελληνικής γλυπτικής από τις πατρογονικές της ρίζες, ο Δ. κατανάλωσε όλες τις πνευματικές και σωματικές δυνάμεις του. Εξαντλημένος από την επίπονη εργασία, πέθανε σε ηλικία 48 ετών στη Νάπολη της Ιταλίας, όπου είχε πάει για να αναπαυθεί.
«Ο Απόλλων», έργο του γλύπτη Λεωνίδα Δρόση, αποτελεί παραλλαγή του περίφημου Απόλλωνα του Μπελβεντέρε.
Dictionary of Greek. 2013.